Πλήρωμα — (pleroma) (греч.) полнота. У гностиков полнота божеств. абсолюта, порождающего эоны. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πλήρωμα — that which fills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… … Dictionary of Greek
πλήρωμ' — πλήρωμα , πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώμασι — πλήρωμα that which fills neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώμασιν — πλήρωμα that which fills neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώματα — πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώματι — πλήρωμα that which fills neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώματος — πλήρωμα that which fills neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)